υαλοβάμβακας — Γυάλινες, πολύ ψιλές ίνες, που σχηματίζουν μάζα παρόμοια με βαμβάκι. Το «βαμβάκι» αυτό είναι ελαφρό, μαλακό και ισχυρό μονωτικό. Το πάχος των νημάτων του φτάνει τα 0,01 0,006 χιλιοστά, ενώ το βάρος μάζας υ. 1 κυβικού μέτρου φτάνει μόλις τα 150… … Dictionary of Greek
πολυστυρόλιο — Κοινή ονομασία των προϊόντων πολυμερισμού του στυρόλιου ή βινυλβενζόλιου ή φαινυλαιθυλένιου (C6H5CH:CH2), γνωστά στο εμπόριο ως τρολιτούλ, στυρόπλαστο, φριγκολίτ κλπ., ανάλογα με το βαθμό του πολυμερισμού τους. Το π. είναι άχρωμο, διαφανές ή… … Dictionary of Greek
σκωριοβάμβακας — Υλικό ορυκτολογικής προέλευσης που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση της θερμότητας και του ήχου και αποτελείται από πυριτικές ίνες, προϊόν μηχανικού διαμελισμού σε υψηλή θερμοκρασία. Ο σ. είναι υπόλευκος, απαλός και μοιάζει με το βαμπάκι. Η… … Dictionary of Greek
υαλοβάμβακας — ο ελαφριά και χαλαρή μάζα από πολύ λεπτές ίνες γυαλιού, που μοιάζει εξωτερικά με μπαμπάκι και χρησιμοποιείται σε θερμικές και ηχητικές μονώσεις, σε διηθήσεις ισχυρών οξέων, διαλυμάτων καυστικών αλκαλίων κ.ά., η υαλομέταξα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)